παρόρειος

παρόρειος
παρόρειος, ον, ([etym.] ὄρος)
A near a mountain or mountains, Str.12.8.13, J.BJ1.4.7 :—written [full] παρόριος, Sch.Il.20.490, 22.190.—The form παρώρειος found in codd. (as in Str.l.c.) is incorrect, whereas παρώρεια (q.v.) is the only correct form of the Subst.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρόρειος — near a mountain masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρόρειος — ον, Α αυτός που βρίσκεται κοντά σε όρος ή σε όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὄρειος (< ὄρος), πρβλ. εν όρειος] …   Dictionary of Greek

  • παρόρειον — παρόρειος near a mountain masc/fem acc sg παρόρειος near a mountain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρορείοις — παρόρειος near a mountain masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρορείου — παρόρειος near a mountain masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρορείῳ — παρόρειος near a mountain masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ИСАВРИЯ —    • Isauria,          Ίσαυρία, небольшая, малоизвестная область Малой Азии, граничила на востоке с Лаконией, на севере с Ликаонией и Φρυγία παρόρειος, на западе с Писидией и на юге с суровой Киликией. Только ее северная часть, менее других… …   Реальный словарь классических древностей

  • παρόριος — (I) ον, Α παρόρειος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + όριος (< ὄρος)]. (II) ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κοντά στα όρια, στα σύνορα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παρόρια τα όρια, τα σύνορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(ά) * + όριος (< ὅρος [Ι]), πρβλ. μεθ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”